- βελτίστη
- βέλτιστοςbestfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βελτίστῃ — βέλτιστος best fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καντόροβιτς, Λεονίντ Βιταλίεβιτς — (Leonid Vitaliyevich Kantorovich, Αγία Πετρούπολη 1912 – 1986). Ρώσος μαθηματικός. Σε ηλικία μόλις 14 ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, από το οποίο αποφοίτησε το 1930. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek
Μέρτον, Ρόμπερτ — (Robert Merton, Νέα Υόρκη 1944 –). Αμερικανός μαθηματικός και οικονομολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το 1967 έλαβε διδακτορικό τίτλο στα εφαρμοσμένα μαθηματικά από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (CalTech), ενώ συνέχισε… … Dictionary of Greek
Μίρλες, Τζέιμς — (James Mirrless, Νιούτον Στιούαρτ 1936 –). Σκοτσέζος οικονομολόγος. Αποφοίτησε από τη σχολή μαθηματικών του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Η έρευνά του επικεντρώθηκε … Dictionary of Greek
ενθερίζω — ἐνθερίζω (AM) [θερίζω] περνώ το θέρος, παραθερίζω («πόλις ἐνθερίσαι οἵα βελτίστη», Δικαίαρχ.) … Dictionary of Greek
Κούπμανς, Τζάλινγκ — (Tjalling Koopmans, Γκρέιβλαντ 1910 – Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ 1985). Ολλανδός μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και, ενώ αρχικά στράφηκε προς τη θεωρητική φυσική, η εμφάνιση ενός νέου κλάδου των… … Dictionary of Greek